πορφύρα
1πορφύρα — πορφύρᾱ , πορφύρα purple fish fem nom/voc/acc dual (ionic) πορφύρᾱ , πορφύρα purple fish fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2πορφυρᾶ — πορφυρᾶ̱ , πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl (attic) πορφύρεος heaving neut nom/voc/acc pl (attic) πορφύρεος heaving fem nom/voc/acc dual (attic) πορφυρᾶ̱ , πορφύρεος heaving fem nom/voc sg (attic) πορφυρεύς fisher for purple fish masc acc sg …
3πορφυρᾷ — πορφυρᾷ̱ , πορφύρεος heaving fem dat sg (attic) …
4πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …
5πορφύρᾳ — πορφύραι , πορφύρα purple fish fem nom/voc pl (ionic) πορφύρᾱͅ , πορφύρα purple fish fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
6πορφύρα — η 1. είδος κοχυλιού απ όπου οι αρχαίοι έβγαζαν βαθυκόκκινη χρωστική ουσία. 2. η ίδια η χρωστική ουσία του κοχυλιού. 3. ρούχο ή ύφασμα βαμμένο με πορφύρα. 4. είδος δερμικής αρρώστιας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7πόρφυρα — πόρφῡρα , πορφύρω heaves aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
8θρομβοπενική πορφύρα — Αιμορραγική διαταραχή, που είναι αποτέλεσμα ανεπάρκειας αιμοπεταλίων στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από πορφυρές ή καστανοκόκκινες αποχρωματισμένες περιοχές του δέρματος …
9πορφύρας — πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem acc pl (ionic) πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πορφύ̱ρᾱς , πορφύρω heaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
10πορφύραι — πορφύρα purple fish fem nom/voc pl (ionic) πορφύρᾱͅ , πορφύρα purple fish fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πορφύ̱ραῑ , πορφύρω heaves aor opt act 3rd sg …