πορφυρο-γέννητος

  • 1κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] …

    Dictionary of Greek