Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πορτοκαλιού

  • 1 апельсиновый

    апельсин||овый
    прил πορτοκαλενιος, ἀπό πορτοκάλι:
    \апельсиновыйовый сок ὁ χυμός πορτοκαλιοῦ, ἡ πορτοκάλάδα; \апельсиновыйовая роща ὁ πορτοκαλεώνας.

    Русско-новогреческий словарь > апельсиновый

  • 2 апельсинный

    επ.
    πορτοκάλινος•

    -ые дольки οι φετίτσες του πορτοκαλιού.

    || πορτοκαλιένιος•

    -ое варенье γλυκό από πορτοκαλόφλουδες•

    -ая корка η πορτοκαλόφλουδα.

    Большой русско-греческий словарь > апельсинный

  • 3 высосать

    -осу, -осешь
    ρ.σ.μ.
    ροφώ•

    высосать сок из апельсина,ροφώ το χυμό του πορτοκαλιού.

    || μτφ. απομυζώ, ξ’έζουμίζω, εξαντλώ (οικονομικά).
    εκφρ.
    высосать все соки – ξεζουμίζω, κατεξαντλώ, ρουφώ το αίμα•
    высосать из пальца – βυζαίνω το δάχτυλο, μωρολογώ, λέγω στα κουτουρού, απερίσκεπτα.

    Большой русско-греческий словарь > высосать

  • 4 долька

    θ.
    μικρό μερίδιο, μικρή μερίδα. || φέτα, σκελίδα• λοβί•

    долька апельсина, мандарина φετίτσα πορτοκαλιού, μανταρινιού•

    -чеснока λοβί σκόρδου.

    Большой русско-греческий словарь > долька

  • 5 ломтик

    α.
    φετίτσα•

    ломтик апельсина φετίτσα πορτοκαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > ломтик

  • 6 сок

    -а (-у), προθτ. о соке, в соку α.
    1. χυμός•

    сок дерева ο χυμός του δέντρου•

    яблочный сок χυμός μήλου•

    апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.

    || το υγρό (έκκριμα)•

    желудочный сок το γαστρικό υγρό.

    2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.
    3. δεψικό διάλυμα.
    εκφρ.
    - и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•
    в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•
    выжимать (жать, тянуть, сосатьκ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ).

    Большой русско-греческий словарь > сок

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλής — ιά, ί, Ν [πορτοκάλι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού 3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου» τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε… …   Dictionary of Greek

  • αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • κιρρώδης — κιρρώδης, ῶδες (Μ) [κιρρός] αυτός που έχει το χρώμα τού πορτοκαλιού …   Dictionary of Greek

  • κόμπλερ — το ποτό που παρασκευάζεται, ιδίως στην Αμερική, με την προσθήκη σε οίνο ζάχαρης και με αρωματισμό με φλούδες πορτοκαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cobbler] …   Dictionary of Greek

  • μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …   Dictionary of Greek

  • ποντς — και πόντσι και πόνσι και πούντσι και πουντς και παντς, το, Ν είδος αλκοολούχου ποτού το οποίο παρασκευάζεται συν. από πέντε συστατικά, κρασί, χυμό πορτοκαλιού, σόδα, ζάχαρη και κομμάτια φρούτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. punch, πιθ. < αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι + κατάλ. άδα (πρβλ. βυσσιν άδα] …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… …   Dictionary of Greek

  • τζιν — (gin). Οινοπνευματώδες ποτό, που παρασκευάζεται κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες από σιτηρά (κριθάρι, σιτάρι, βρώμη) και αρωματίζεται με καρπούς κέδρου ή άλλες ουσίες (φλούδα λεμονιού ή πορτοκαλιού, κασσία, κάρδαμο, ρίζα ίριδας κ.ά.). Τη στιγμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»