πορτί

  • 1πορτί — (I) τὸΑ (κρητ. τ.) βλ. προς. (II) το, Ν [πόρτα] μικρή πόρτα …

    Dictionary of Greek

  • 2πόρτις — πόρτῑς , πόρτις calf fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πόρτις calf fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κρυφοπόρτι — το κρυφή είσοδος, μυστική πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + πόρτι (< πόρτα), πρβλ. παρα πόρτι, πισω πόρτι] …

    Dictionary of Greek

  • 4προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 5против — диал. проти, проть напротив , севск. (Преобр.), донск. (Миртов), укр. проти, против, блр. процi, прэ̀цi, др. русск. противъ, противу, ст. слав. противъ, противѫ πρός (Супр.), болг. против (Младенов 531), сербохорв. про̏ти̑в, также про̏ħу напротив …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 6πισωπόρτι — το, Ν η πίσω και συνήθως μικρή πόρτα ενός οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + πόρτα (πρβλ. παρα πόρτι)] …

    Dictionary of Greek

  • 7πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …

    Dictionary of Greek

  • 8per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …

    Proto-Indo-European etymological dictionary