πορρώτερον
1πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …
2μασσότερον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πορρώτερον», μακρύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από το συγκρ. μάσσων τού μακρός] …
1πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …
2μασσότερον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πορρώτερον», μακρύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από το συγκρ. μάσσων τού μακρός] …