πορρωτάτω
1πορρωτάτω — προσωτέρω further on attic (irreg̱superl indeclform adverb) …
2CURSUS — I. CURSUS Graece Δρόμος, in Aegyptiorum templis, dictum est in ingressu eorum pavimentum, Latitudine iugeri aut paulo minus, Longitudine triplâ, aut quadruplâ, apud Callimachum. Λιθόςτρωτον vocat Strabo, l. 17, post quam partem erat Προπύλαιον… …
3προσωτάτω — και πορρωτάτω Α επίρρ. (υπερθ. τ.) βλ. πρόσω …
4πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …