ποριστικός
1ποριστικός — able to supply masc nom sg …
2ποριστικός — ή, ό / ποριστικός, ή, όν, ΝΑ [πορίζω] 1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.) 2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων …
3ποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πορισμό ή είναι χρήσιμος για πορισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ποριστικῶν — ποριστικός able to supply fem gen pl ποριστικός able to supply masc/neut gen pl …
5ποριστικόν — ποριστικός able to supply masc acc sg ποριστικός able to supply neut nom/voc/acc sg …
6ποριστικαῖς — ποριστικός able to supply fem dat pl …
7ποριστικαί — ποριστικός able to supply fem nom/voc pl …
8ποριστικοί — ποριστικός able to supply masc nom/voc pl …
9ποριστικούς — ποριστικός able to supply masc acc pl …
10ποριστικῇ — ποριστικός able to supply fem dat sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2