πορευθέντες

  • 1πορευθέντες — πορεύω make to go aor part pass masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …

    Deutsch Wikipedia

  • 3Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Matthew 27:65-66 — Matthew 27:65 6 are the final two verses of the twenty seventh chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse occurs after the crucifixion and entombment of Jesus. The chief priests and the Pharisees are meeting with Pontius… …

    Wikipedia

  • 5μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… …

    Dictionary of Greek

  • 6βάπτιση — Το μυστήριο με το οποίο γίνεται ο άνθρωπος χριστιανός και εισέρχεται στη χριστιανική ζωή. Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού, αναφέρεται πολλές φορές στη β. ως πνευματική «αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος Αγίου» και… …

    Dictionary of Greek