πορδαλιαγχές
1πορδαλιαγχές — τὸ, Α ιων. τ. βλ. παρδαλιαγχές …
2παρδαλιαγχές — και ιων. τ. πορδαλιαγχές, τὸ, Α το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, απαγχονίζω»] …
1πορδαλιαγχές — τὸ, Α ιων. τ. βλ. παρδαλιαγχές …
2παρδαλιαγχές — και ιων. τ. πορδαλιαγχές, τὸ, Α το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, απαγχονίζω»] …