ποντικῶν
1Ποντικῶν — Ποντικός from Pontus fem gen pl Ποντικός from Pontus masc/neut gen pl …
2ποντικῶν — ποντικός from Pontus fem gen pl ποντικός from Pontus masc/neut gen pl …
3παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …
4Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… …
5βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… …
6γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …
7μυωτός — μυωτός, ή, όν (Α) [μυς] 1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.) 2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ ἑκάτερον… …
8Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …
9εχινέες — ἐχινέες, οἱ (Α) [εχίνος] (η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη …
10ζεγέριες — ζεγέριες, οἱ (Α) λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστί οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι» …