ποντιακός

  • 1ποντιακός — ή, ό, Ν [πόντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τού Πόντου ή προέρχεται από τη χώρα τού Πόντου («ποντιακός χορός») 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ποντιακή και τα ποντιακά η ποντιακή διάλεκτος …

    Dictionary of Greek

  • 2πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 3Pontic Greeks — Infobox Ethnic group group = Pontic Greeks nowrap|Έλληνες του Πόντου (Ρωμιοί) Pontic Greek man population = c. 3,000,000 regions = Greece, Georgia, Russia, Ukraine, Kazakhstan, Turkey religions = Greek Orthodox Christianity, Sunni Islam langiages …

    Wikipedia

  • 4Loutrochori — Λουτροχώρι …

    Deutsch Wikipedia

  • 5Понтийцы — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …

    Википедия

  • 6χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …

    Dictionary of Greek