πομφολύγων

  • 1πομφολύγων — πομφόλυξ fem gen pl πομφολυγόω cause to bubble imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πομφολυγόω cause to bubble imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …

    Dictionary of Greek

  • 3πεμφιγώδης — και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, ῶδες, Α [πέμφιξ, ιγος] (κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων …

    Dictionary of Greek

  • 4πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] …

    Dictionary of Greek

  • 5πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 6στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …

    Dictionary of Greek