πομπ-εύς

  • 1πορφυρεύς — έως, ὁ, Α ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. εύς (πρβλ. πομπ εύς)] …

    Dictionary of Greek