πομπῆς

  • 31πόμπευση — η / πόμπευσις, εύσεως, ΝΑ [πομπεύω] νεοελλ. δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα αρχ. η τέλεση πομπής, πομπεία* …

    Dictionary of Greek

  • 32πόχηρος — ο, Ν 1. ο χήρος 2. παροιμ. «τού ποχήρου ο γάμος δεν αργεί» λέγεται προκειμένου να δηλώσει την έλλειψη επίδειξης και πομπής σε γάμους χήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχηρος «χήρος», με σίγηση τού αρκτικού α ] …

    Dictionary of Greek

  • 33ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 34φαλληφορία — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… …

    Dictionary of Greek

  • 35φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… …

    Dictionary of Greek

  • 36φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …

    Dictionary of Greek

  • 37φερετρεύομαι — Α [φέρετρον] (για τρόπαιο) μεταφέρομαι σε φορείο κατά τη διάρκεια πομπής προς τον ναό τού Φερετρίου Διός …

    Dictionary of Greek

  • 38χερνιβείον — τὸ, Α [χέρνιψ, ιβος] το χέρνιβον* («τὸ χερνιβεῑον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.) …

    Dictionary of Greek

  • 39Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …

    Dictionary of Greek

  • 40Δαφνηφόρια ή Δαφνηφορία — Γιορτή που τελούσαν κάθε εννέα χρόνια στους Δελφούς, στα Τέμπη και στη Θήβα προς τιμήν του θεού Απόλλωνα. Κατά τον μύθο, ο Απόλλων, όταν σκότωσε τον θεϊκής καταγωγής δράκοντα Πύθωνα, μολύνθηκε και κατέφυγε με υπόδειξη του Δία στην κοιλάδα των… …

    Dictionary of Greek