πομπῆς

  • 11Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr …

    Wikipedia

  • 12Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 13Ληναγέτας — Ληναγέτας, ὁ (Α) ο αρχηγός τής πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + ᾱγέτας (δωρ. τ. τού αγέτης< ἄγω). Το ᾱ τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …

    Dictionary of Greek

  • 14Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …

    Dictionary of Greek

  • 15Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 16αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… …

    Dictionary of Greek

  • 17γάνα — η 1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα 2. η μουτζούρα τού φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά 3. οποιαδήποτε κηλίδα 4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος τής πομπής και τής γάνας» άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και …

    Dictionary of Greek

  • 18εβδομαγέτης — ἑβδομαγέτης, ο (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) 1. αυτός που για χάρη του κάνουν θυσίες την έβδομη ημέρα κάθε μήνα 2. αυτός που στη γιορτή του επτά αγόρια και επτά κορίτσια προπορεύονται τής πομπής …

    Dictionary of Greek

  • 19καρνάβαλος — ο 1. κορυφαίος τής πομπής τών μεταμφιεσμένων που περιφέρεται στους δρόμους καθισμένος πάνω σε ψηλό άρμα κατά τη γιορτή τής Αποκριάς 2. μτφ. το ψηλό τροχοφόρο με το ειδικό συνεργείο τεχνιτών που κινείται σε τροχιοδρομικές γραμμές και… …

    Dictionary of Greek

  • 20καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …

    Dictionary of Greek