πομπεῖαι
1πομπεῖαι — πομπεία leading in procession fem nom/voc pl …
2πομπεῖ' — πομπεῖαι , πομπεία leading in procession fem nom/voc pl πομπεῖα , πομπεῖον vessel employed in solemn processions neut nom/voc/acc pl …
3πομπεία — ἡ, Α [πομπεύω] 1. το να άγει, να συνοδεύει κανείς πομπή 2. πανηγυρική, θρησκευτική πομπή, συνοδεία, λιτανεία 3. στον πληθ. αἱ πομπεῑαι δηκτικά και χυδαία πειράγματα, βωμολοχίες και χλευασμοί που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι άντρες που έπαιρναν… …