πολῠ-πόθητος

  • 1πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 2οικειοπόθητος — οἰκειοπόθητος, ον (Μ) αυτός που είναι αγαπητός σαν οικείος, σαν συγγενής, πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποθητός] …

    Dictionary of Greek

  • 3παμπόθητος — παμπόθητος, ον (Μ) πάρα πολύ ποθητός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ποθητός (< ποθῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 4περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 5τριπόθητος — η, ο / τριπόθητος, ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, ον, Α πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.) μσν. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 6χριστοπόθητος — ον, Μ εκκλ. αυτός που ποθεί τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ποθητός (< ποθῶ), πρβλ. πολυ πόθητος] …

    Dictionary of Greek

  • 7πανεπήρατος — ον, Α πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήρατος «ευχάριστος, αξιαγάπητος»] …

    Dictionary of Greek

  • 8πολυπόθεινος — ον, Α πάρα πολύ ποθητός, πολυπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποθεινός (< πόθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 9πανεπέραστος — ον, Μ πάρα πολύ ποθητός, εξαιρετικά αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπέραστος «αξιέραστος, αξιαγάπητος»] …

    Dictionary of Greek

  • 10Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …

    Wikipédia en Français