πολῠ-βρωτος
1θριπόβρωτος — θριπόβρωτος, ον (Α) σκουληκοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + βρωτος < βρωτός < βιβρώσκω (πρβλ. εύ βρωτος, πολύ βρωτος)] …
2θηρόβρωτος — και θηριόβρωτος, ον (Α) βλ. θηρόβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ά βρωτος, πολύ βρωτος] …
3πολύβρωτος — ον, ΜΑ κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρωτός, ρηματ. επίθ. τού βιβρώσκω (πρβλ. ημί βρωτος)] …
4ωμόβρωτος — ον, Α αυτός που έχει φαγωθεί ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. πολύ βρωτος] …