πολύ-σκαρθμος

  • 1πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 2ταχύσκαρθμος — ον, Α ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. πολύ σκαρθμος] …

    Dictionary of Greek