πολύ-ρροθος

  • 1μελίρροθος — μελίρροθος, ον (Α) αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ ρροθος, ταχύ ρροθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ταχύρροθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ ρροθος] …

    Dictionary of Greek

  • 3πολύρροθος — ον, Α 1. πολυρρόθιος* 2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ ρροθος] …

    Dictionary of Greek