πολύφλοισβος
1πολύφλοισβος — loud roaring masc/fem nom sg …
2πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …
3πολύφλοισβον — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem acc sg πολύφλοισβος loud roaring neut nom/voc/acc sg …
4πολυφλοίσβοιο — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem/neut gen sg (epic) …
5πολυφλοίσβοισιν — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6πολυφλοίσβου — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem/neut gen sg …
7πολυφλοίσβους — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem acc pl …
8πολυφλοίσβῳ — πολύφλοισβος loud roaring masc/fem/neut dat sg …
9The Rose and the Ring — is a satirical work of fiction written by William Makepeace Thackeray and originally published at Christmas 1854 (though dated 1855). [Roger Lancelyn Green, The Golden Age of Children s Books , in: Sheila Egoff, G. T. Stubbs, and L. F. Ashley,… …
10πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …
- 1
- 2