πολύτροπος
1Πολύτροπος — much turned masc nom sg …
2πολύτροπος — much turned masc/fem nom sg …
3πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… …
4πολύτροπος — η, ο πολυμήχανος, πολύξερος, πολύπραγος, έξυπνος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πολυτροπώτερον — πολύτροπος much turned masc acc comp sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc comp sg πολύτροπος much turned adverbial …
6πολυτροπωτέρων — πολύτροπος much turned fem gen comp pl πολύτροπος much turned masc/neut gen comp pl …
7πολυτροπώτατα — πολύτροπος much turned adverbial superl πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc superl pl …
8πολυτροπώτατον — πολύτροπος much turned masc acc superl sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc superl sg …
9πολυτρόπως — πολύτροπος much turned adverbial πολύτροπος much turned masc/fem acc pl (doric) …
10πολύτροπον — πολύτροπος much turned masc/fem acc sg πολύτροπος much turned neut nom/voc/acc sg …