πολύσπορος
1πολύσπορος — with many crops masc/fem nom sg …
2πολύσπορος — η, ο / πολύσπορος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος νεοελλ. (με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος αρχ. αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο. επίρρ... πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ με… …
3πολυσπόρως — πολύσπορος with many crops adverbial πολύσπορος with many crops masc/fem acc pl (doric) …
4πολύσπορον — πολύσπορος with many crops masc/fem acc sg πολύσπορος with many crops neut nom/voc/acc sg …
5πολυσπόρου — πολύσπορος with many crops masc/fem/neut gen sg …
6πολυσπόρους — πολύσπορος with many crops masc/fem acc pl …
7πολυσπόρων — πολύσπορος with many crops masc/fem/neut gen pl …
8πολύσπορα — πολύσπορος with many crops neut nom/voc/acc pl …
9πολύσπορε — πολύσπορος with many crops masc/fem voc sg …
10πολύσποροι — πολύσπορος with many crops masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2