πολύσκαρθμος
1πολύσκαρθμος — much springing masc/fem nom sg …
2πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… …
3πολύσκαρθμον — πολύσκαρθμος much springing masc/fem acc sg πολύσκαρθμος much springing neut nom/voc/acc sg …
4πολυσκάρθμοιο — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut gen sg (epic) …
5πολυσκάρθμοισι — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6πολυσκάρθμοισιν — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7πολυσκάρθμους — πολύσκαρθμος much springing masc/fem acc pl …
8πολυσκάρθμῳ — πολύσκαρθμος much springing masc/fem/neut dat sg …
9PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… …
10πολυπήδητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολύσκαρθμος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πηδῶ] …
- 1
- 2