πολύκλαυτος
1πολύκλαυτος — η, ο / πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ βλ. πολύκλαυστος …
2πολύκλαυτος — πολύκλαυστος much lamented masc nom sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem nom sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem nom sg …
3πολύκλαυτος — η, ο αυτός για τον οποίο έκλαψε ή κλαίει πολύ κανείς, πολυθρήνητος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… …
5πολύκλαυτον — πολύκλαυστος much lamented masc acc sg πολύκλαυστος much lamented neut nom/voc/acc sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem acc sg πολύκλαυστος much lamented neut nom/voc/acc sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem acc sg πολύκλαυτος much lamented… …
6ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] …
7πολυθρήνητος — η, ο αυτός που τον θρήνησαν ή τον θρηνούν πολύ, ο πολύκλαυτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8πολυκλαύτοιο — πολύκλαυστος much lamented masc/neut gen sg (epic) πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut gen sg (epic) πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut gen sg (epic) …
9πολυκλαύτοισι — πολύκλαυστος much lamented masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10πολυκλαύτου — πολύκλαυστος much lamented masc/neut gen sg πολύκλαυστος much lamented masc/fem/neut gen sg πολύκλαυτος much lamented masc/fem/neut gen sg …
- 1
- 2