πολύβοτος
1πολύβοτος — much nourishing masc/fem nom sg …
2πολύβοτος — ον, Α 1. πολύτροφος 2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ βοτος] …
3πολύβοτον — πολύβοτος much nourishing masc/fem acc sg πολύβοτος much nourishing neut nom/voc/acc sg …
4πολυβότου — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen sg …
5πολυβότων — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen pl …
6βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …
7πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …
8πολύβωτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει πολλούς 2. εύφορος 3. ειρων. επίθετο τής νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πολύβοτος*. Η τροπή του ο σε ω οφείλεται σε μετρ. λόγους] …