πολίτευμα
1πολίτευμα — business of government neut nom/voc/acc sg …
2πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… …
3πολίτευμα — το 1. το πολιτειακό καθεστώς που προβλέπει το Σύνταγμα μιας χώρας. 2. (νομ.), το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ ένα κράτος: Πολίτευμα δημοκρατικό. – Πολίτευμα μοναρχικό. – Πολίτευμα κοινοβουλευτικό κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… …
5πολίτευμ' — πολίτευμα , πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc sg …
6πολιτευμάτων — πολίτευμα business of government neut gen pl …
7πολιτεύμασι — πολίτευμα business of government neut dat pl …
8πολιτεύμασιν — πολίτευμα business of government neut dat pl …
9πολιτεύματα — πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc pl …
10πολιτεύματι — πολίτευμα business of government neut dat sg …