πολύ-ῡλος
1πολύυλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει άφθονες προσόδους, πλούσιος αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει αφθονία δασών 2. αυτός που έχει άφθονα υλικά 3. πληθωρικός («σώματι πολυύλῳ», Αντυλλ.) 4. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη ύλης, πολλά υλικά 5. (για φάρμακα)… …
2σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… …
3βδύλλω — (Α) φοβάμαι παρά πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός, παράλληλος τ. του βδέω με επίθημα ύλλω, που προέρχεται από τα επίθετα σε υλος] …
4κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …