πολύ-τριχος
1πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… …
2παρουλότριχος — ον, Μ αυτός που έχει μαλλιά λίγο σγουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρουλος «λίγο σγουρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πολύ τριχος] …
3ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] …
4τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… …
5τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… …
6Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik — Die Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik dient dem Verständnis wissenschaftlicher Namen von Organismen. Die binominale Nomenklatur und einige Namen für höhere Taxa, etwa für Ordnungen, basiert überwiegend auf… …
7θρίσσα — και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα) είδος σαρδέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θριχ ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. τής οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή …
8κατατρίχιος — κατατρίχιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λεπτός σαν τρίχα, πολύ λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρίχιος (< θρύξ, τριχός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] …
9πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… …
10τρίχαπτος — ον, και τ. ουδ. τριχαπτόν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίχαπτο(ν) (παλ. λόγιος τ.) δαντέλα αρχ. 1. πλεγμένος ή υφασμένος με τρίχες 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολύ λεπτή ύφανση, λεπτοΰφαντος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχαπτον (ενν. ἱμάτιον)… …
- 1
- 2