Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πολύ

  • 1 πολύ

    [поли] επίρ. много, очень, гораздо, слишком,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολύ

  • 2 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός

    [σίλ'νυϊ] εκ. δυνατός, έντονος

    Русско-греческий новый словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] εκ. ισχυρός, πολύ δρασηκός

  • 3 абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός

    [σίλ'νυϊ] επ δυνατός, έντονος

    Русско-эллинский словарь > абзтаб[σιλ'ναντιέΐστβουγιουστσιϊ] επ ισχυρός, πολύ δρασηκός

  • 4 высокоразвитый

    (πολύ) ανεπτυγμένος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высокоразвитый

  • 5 полиметаллический

    πολύ μεταλλικός, αυτός που περιέχει πολλά είδη μετάλλων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полиметаллический

  • 6 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 7 гораздо

    гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα
    * * *

    гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος

    гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα

    гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα

    гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα

    гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα

    Русско-греческий словарь > гораздо

  • 8 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 9 очень

    очень
    нареч πολύ:
    \очень широкий πολύ φαρδύς· \очень чистый πεντακάθαρος, πολύ καθαρός· \очень хитрый παμπόνηρος· \очень мало πολύ λίγο· \очень много πάρα πολύ· \очень быстро πολύ γρήγορα· не \очень хорошо ὄχι πολύ καλά· не \очень ὄχι καί τόσο.

    Русско-новогреческий словарь > очень

  • 10 невесть

    επίρ. (απλ.)
    1. άγνωστο• ακατανόητο•

    невесть кто άγνωστο ποιος.

    2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.
    3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•

    невесть кто πολύ σημαντικός•

    невесть что πολύ σημαντικό•

    невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•

    невесть сколько πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невесть

  • 11 очень

    επίρ.
    πολύ, λίαν•

    очень рано πολύ πρωί•

    очень хорошо πολύ καλά•

    очень чистый πολύ καθαρός•

    очень большой πολύ μεγάλος•

    очень и очень прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ•

    очень люблю вас πολύ σας αγαπώ.

    Большой русско-греческий словарь > очень

  • 12 далеко

    далеко μακριά ещё \далеко ид ти? είναι ακόμα μακριά; έχου με πολύ δρόμο ακόμα; очень \далеко πολύ μακριά не очень \далеко όχι πολύ μακριά ◇ \далеко за полночь αργά μετά τα μεσάνυχτα
    * * *

    ещё далеко́ идти́? — είναι ακόμα μακριά; έχουμε πολύ δρόμο ακόμα

    о́чень далеко́ — πολύ μακριά

    не о́чень далеко́ — όχι πολύ μακριά

    ••

    далеко́ за́ полночь — αργά μετά τα μεσάνυχτα

    Русско-греческий словарь > далеко

  • 13 намного

    намного πολύ πιο, κατά πολύ' \намного сильнее πολύ πιο δυνατά
    * * *
    πολύ πιο, κατά πολύ

    намно́го сильне́е — πολύ πιο δυνατά

    Русско-греческий словарь > намного

  • 14 очень

    очень πολύ· \очень трудно πολύ δύσκολα· \очень много πάρα πολύ
    * * *

    о́чень тру́дно — πολύ δύσκολα

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    Русско-греческий словарь > очень

  • 15 много

    много
    нареч πολύ:
    \много лет πολλά χρόνια· \много раз πολλές φορές, πολλάκις· очень \много πάρα πολύ· это слишком \много εἶναι πάρα πολύ· так \много τόσο πολύ· ·\много больше πολύ περισσότερο· \много шу́му из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε· \много знать ξέρω πολλά· ◊ни \много и и ма́ло οὔτε λίγο, ὁὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > много

  • 16 чересчур

    чересчур
    нарек. πάρα πολύ, ὑπερβολικά, ὑπερμέτρως:
    \чересчур тяжелый πάρα πολύ δύσκολος· \чересчур холодный ὑπερβολικά κρύος· \чересчур много а) (о массе) παραπολύ, πάρα πολύ, б) (об отдельных предметах) πάρα πολλές, πάρα πολλά· \чересчур мио́го воды πάρα πολύ νερό· \чересчур много людей πάρα πολλοί ἄνθρωποι· \чересчур мало πάρα πολύ λίγο· ◊ это уже \чересчур αὐτό πιά ξεπερνάει τά δρια

    Русско-новогреческий словарь > чересчур

  • 17 гораздо

    επίρ.
    (μόνο για σύγκριση)• πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα•

    гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα•

    гораздо хуже πολύ (πιό) χειρότερα•

    больному гораздо лучше ο άρρωστος είναι πολύ καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > гораздо

  • 18 долго

    επίρ.
    πολύ (χρόνο), επί μακρόν χοό-νον, πολύν καιρό, πολλή ώρα• μακρώς, παρατεταμένα• διεξοδικά•

    долго пришлось ждать χρειάστηκε πολύ να περιμένω•

    долго жить ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω•

    он долго болел αυτός ήταν πολύν καιρό άρρωστος•

    за долго до πολύν (καιρό) πριν•

    это дело долго тянется αυτή η υπόθεση πολύ τραβάει (τραινάρει)•

    мы разговаривали долго εμείς μιλούσαμε πολύ ώρα.

    εκφρ.
    долго ли, коротко ли – αργά ή γρήγορα• άγνωστο πόσον καιρό, πολύ-λίγο καιρό•
    долго ли до греха ή до беды – δεν αργεί να συμβεί το•
    иаио• как долго – πόσον• καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > долго

  • 19 куда

    επίρ.
    1. ερωτ. που; προς τα που; για που;•

    куда вы идёте? που πηγαίνετε;•

    куда ты спешишь? για που βιάζεσαι;

    2. ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό;•

    куда вам столько денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά;

    3. αναφ. όπου•

    куда назначат, туда и поеду όπου με διορίσουν, εκεί και θα πάω•

    куда ни... όπου και να... куда ни спрятался... όπου και να κρύφτηκε... куда бы ни было όπου και να ήτανε.

    4. (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύγκριτα, πολύ•

    куда лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα).

    5. πολύ, κατά πολύ. || αλλού•

    куда можно куда нельзя αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται.

    || (αντίρρηση ή αδύνατο)•

    везде грязь куда тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ!

    εκφρ.
    куда Макар телят не гонял – πολύ μακριά, στου διαβόλου τη μάνα•
    хоть куда – (απλ.) λαμπρός, άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > куда

  • 20 разволновать

    ρ.δ.μ., ανησυχώ πολύ, ταράσσω πολύ•

    эта весть -ла его η είδηση αυτή τον ανησύχησε πολύ.

    ανησυχώ πολύ, ταράσσομαι πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > разволновать

См. также в других словарях:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς …   Dictionary of Greek

  • πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] …   Dictionary of Greek

  • αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

  • Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»