πολύφρων
1Πολύφρων — ingenious masc nom/voc sg …
2πολύφρων — ingenious masc/fem nom/voc sg …
3πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… …
4πολύφρον — πολύφρων ingenious masc/fem voc sg …
5Πολύφρονα — Πολύφρων ingenious masc acc sg …
6πολύφρονα — πολύφρων ingenious masc/fem acc sg …
7Πολύφρονας — Πολύφρων ingenious masc acc pl …
8πολύφρονας — πολύφρων ingenious masc/fem acc pl …
9Πολύφρονος — Πολύφρων ingenious masc gen sg …
10πολύφρονος — πολύφρων ingenious masc/fem gen sg …
Страницы
- 1
- 2