πολύφθορος
1πολύφθορος — masc/fem nom sg …
2πολυφθόρος — ον, Α (με ενεργ σημ.) (για πρόσ. ή για πράγματα) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή αυτός που αφανίζει πολλούς, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «ἐν πολυφθόρῳ... Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ. β. «πάρεστιν εἰπεῖν ἐπ ἀθλίοισιν.... πολλὰ μὲν πολίτας,… …
3πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… …
4πολυφθόροις — πολύφθορος masc/fem/neut dat pl πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat pl …
5πολυφθόρου — πολύφθορος masc/fem/neut gen sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut gen sg …
6πολυφθόρους — πολύφθορος masc/fem acc pl πολυφθόρος destroying many masc/fem acc pl …
7πολυφθόρῳ — πολύφθορος masc/fem/neut dat sg πολυφθόρος destroying many masc/fem/neut dat sg …
8πολύφθορον — πολύφθορος masc/fem acc sg πολύφθορος neut nom/voc/acc sg …
9πολύφθοροι — πολύφθορος masc/fem nom/voc pl …
10πολυφθορής — ές, Α πολύφθορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφθορος, κατά τα σιγμόληκτα σε ής] …
- 1
- 2