πολύρρουν

  • 1νατταρέον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύρρουν» …

    Dictionary of Greek

  • 2πολύρρους — ους, και οος, οον, ΜΑ μσν. μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.) αρχ. αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρροος / ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύ ρρους] …

    Dictionary of Greek