πολύπουν
1πολύπουν — πολύπους 1 many footed masc acc sg πολύπους 1 many footed masc/fem acc sg πολύπους 2 poulp masc acc sg …
2πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …
3σηνίκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄτροχος ἅμαξα καὶ τὸ τετράπουν ζῷον, σαύρα παραπλήσιον καὶ ζῷον πολύπουν ὅμοιον τοῑς κατοικιδίοις ὄνοις» …
4ԲԱԶՄՈՏՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 419 Chronological Sequence: 8c գ. Բազմոտանի գոլն՝ իրօք կամ նմանութեամբ. τὸ πολύπουν, ἁπειρόπουν multis pedibus praeditum esse, innumerabiles pedes *Բազմոտնութիւն (սերովբէից) յայտնաբանական է, եւ այլն: Զբազմոտնութիւն նոցա տեսանելով. Դիոն …