πολύπλεθρος
1πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …
2πολύπλεθρον — πολύπλεθρος many masc/fem acc sg πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc sg …
3πολυπλεθρότατος — πολύπλεθρος many masc nom superl sg …
4πολυπλέθροις — πολύπλεθρος many masc/fem/neut dat pl …
5πολυπλέθρους — πολύπλεθρος many masc/fem acc pl …
6πολυπλέθρων — πολύπλεθρος many masc/fem/neut gen pl …
7πολύπλεθρα — πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc pl …
8πολυπέλεθρος — ον, Α βλ. πολύπλεθρος …