πολύδακρυς ἰ
1πολύδακρυς — of masc/fem nom sg …
2πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …
3πολυδάκρυος — πολύδακρυς of masc/fem gen sg πολυδάκρυος masc/fem nom sg …
4πολυδάκρυσιν — πολύδακρυς of masc/fem dat pl …
5πολύδακρυ — πολύδακρυς of masc/fem voc sg …
6πολύδακρυν — πολύδακρυς of masc/fem acc sg …
7δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …
8πολυδάκρυος — ον, Α πολύδακρυς* …
9πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] …
10ԲԱԶՄԱՐՏՕՍՐ — ( ) NBH 1 417 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολύδακρυς lacrimosus Որ բազում արտօսր կամ անչափ արտասուս հեղու. շատ արցունք թափօղ. *Ոչ կանանց եւ ոչ արանց հրամայեցաւ բազմարտօսր լինել. Բրս. գոհ …