πολυ-φίλητος

  • 1πολυφίλητος — η, ο / πολυφίλητος, ον, ΝΑ αυτός που τόν αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ φίλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 2θεοφίλητος — θεοφίλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός ή οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φίλητος (< φιλώ), πρβλ. α φίλητος, πολυ φίλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 3παντοφίλητος — ον, Μ αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φιλητός (< φιλώ), πρβλ. πολυ φίλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 4τριφίλητος — ον, Α τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ φίλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 5ευφίλητος — εὐφίλητος, ον (Α) αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)] …

    Dictionary of Greek