πολυ-μερής
1εφεξαμερής — ἐφεξαμερής, ὁ (Α) αριθμός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και το ένα έκτο της (1+1/6). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξα μερής (< ἕξ + μερής < μέρος), πρβλ. δı μερής, πολυ μερής] …
2ημιμερής — ἡμιμερής, ές (Μ) ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μερής (< μέρος), πρβλ. μονο μερής, πολυ μερής] …
3ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε …
4ομοιομερής — ές (Α ὁμοιομερής, ές) αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ α) τα αρχέγονα στοιχεία τής ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ… …
5πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… …
6μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …
7ολιγομέρεια — η (Α ὀλιγομέρεια) νεοελλ. το να αποτελείται κάτι από λίγα μέρη αρχ. μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μέρεια (< μερής < μέρος), πρβλ. πολυ μέρεια] …