πολυ-κώκῡτος

  • 1πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] …

    Dictionary of Greek