πολυ-κύμαντος

  • 1πολυκύμαντος — η, ο / πολυκύμαντος, ον, ΝΜ νεοελλ. πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος») μσν. αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμαντος… …

    Dictionary of Greek

  • 2ολιγοκύμαντος — ὀλιγοκύμαντος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κυμαίνω (< κῦμα), πρβλ. πολυ κύμαντος] …

    Dictionary of Greek