πολυ-κτήμων
1πολυκτήμων — ύκτημον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία, ο πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτήμων (< κτῆμα < κτῶμαι), πρβλ. α κτήμων, βαθυ κτήμων] …
2κοινοκτήμων — ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας αυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων, φιλο κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν… …
3ολιγοκτήμων — ον (Α ὀλιγοκτήμων, ον) αυτός που έχει λίγα κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …
4παγκτήμων — παγκτήμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …
5φιλοκτήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους σαράντα μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως οι τεσσαράκοντα (M’) μάρτυρες οι εν Σεβάστεια. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα, στη Σεβάστεια, επί Λικινίου (307 – 323). Πέθαναν με… …
6βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …