πολυ-θαύμαστος
1πολυθαύμαστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που θαυμάζεται πολύ 2. αυτός που θαυμάζεται από πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαυμαστός (< θαυμάζω), πρβλ. αξιο θαύμαστος] …
2πανθαυμάσιος — ον, Μ πανθαύμαστος*, πολύ θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμάσιος] …
3Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …
4Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …
5Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
6Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …
7αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… …
8αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… …
9-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …
10έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… …
- 1
- 2