πολυ-δίψιος

  • 1πολυδίψιος — ον, Α (για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υπο δίψιος)] …

    Dictionary of Greek