πολυΐψιος

  • 1πολυΐψιος — ον, Α πολύ κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ιψιος (πιθ. < θ. ιψ τού ἴψαο, ένσιγμου αορ. τού ἴπτομαι «πιέζω ισχυρά, ζημιώνω»)] …

    Dictionary of Greek