πολυᾶϊξ
1πολυᾶιξ — πολυᾶϊξ , πολυάιξ masc/fem nom sg …
2πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… …
3πολυάιξ — πολυά̱ϊ̱ξ , πολυάιξ masc/fem nom/voc sg …
4πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] …
5πολυάικι — πολυά̱ϊ̱κι , πολυάιξ masc/fem dat sg …
6πολυάικος — πολυά̱ϊ̱κος , πολυάιξ masc/fem gen sg …