πολυτέλεια
1πολυτελεία — πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual (ionic) πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2πολυτελείᾳ — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3πολυτέλεια — great expense fem nom/voc sg …
4πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… …
6πολυτελείας — πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl (ionic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric… …
7πολυτελείαι — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
8πολυτελειῶν — πολυτέλεια great expense fem gen pl πολυτέλεια great expense fem gen pl (ionic) …
9πολυτελείαις — πολυτέλεια great expense fem dat pl πολυτέλεια great expense fem dat pl (ionic) …
10πολυτελείαν — πολυτελείᾱν , πολυτέλεια great expense fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …