-
1 езжалый
επ. (απλ.) πολυγυρισμένος, πολυταξιδεμένος. || ζεύξιμος.
См. также в других словарях:
πολυγύρευτος — η, ο, ΜΑ 1. περιζήτητος, πολυγυρεμένος 2. πολυταξιδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γυρευτός (< γυρεύω)] … Dictionary of Greek
πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκόσαρτ, Γκέερτεν — (Geerten Gossaert, Κράλινγκεν 1884 – Ουτρέχτη 1958). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ολλανδού συγγραφέα Φρέντερικ Κάρελ Γκέρετσον (Frederik Carel Gerretson). Πολυταξιδεμένος και με ευρύτατη μόρφωση έγραψε, εκτός των άλλων, κοινωνιολογικές και πολιτικές… … Dictionary of Greek
Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης, Κωνσταντίνος — (Κέρκυρα 1872 – 1923). Συγγραφέας. Πολυταξιδεμένος, πολυμαθής (σπούδασε φιλολογία, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία), γλωσσομαθέστατος (μετέφρασε Πλάτωνα, Αριστοφάνη, ινδική φιλολογία, Βιργίλιο, Λουκρήτιο, Σαίξπηρ, Γκέτε), οργάνωσε το… … Dictionary of Greek
Παυλάντης, Χαράλαμπος — (1866 – 1928). Λόγιος που καταγόταν από τον Πόντο. Πολυταξιδεμένος, επισκέφτηκε τον Καύκασο, τη Σιβηρία μέχρι το Βλαδιβοστόκ, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και άλλες χώρες. Διετέλεσε ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας Ακρόπολις. Έφερε επίσης… … Dictionary of Greek