πολυπόϑητος
1πολυπόθητος — much longed for masc/fem nom sg …
2πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που …
3πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολυποθητότερον — πολυπόθητος much longed for adverbial comp πολυπόθητος much longed for masc acc comp sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc comp sg …
5πολυπόθητον — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc sg πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc sg …
6πολυποθήτου — πολυπόθητος much longed for masc/fem/neut gen sg …
7πολυποθήτους — πολυπόθητος much longed for masc/fem acc pl …
8πολυπόθητα — πολυπόθητος much longed for neut nom/voc/acc pl …
9πολυπόθητε — πολυπόθητος much longed for masc/fem voc sg …
10πολυπόθητοι — πολυπόθητος much longed for masc/fem nom/voc pl …