πολυπτόητος
1πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] …
2πολυπτοίητον — πολυπτόητος timorous masc/fem acc sg (ionic) πολυπτόητος timorous neut nom/voc/acc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem acc sg πολυπτοίητος timorous neut nom/voc/acc sg …
3πολυπτόητον — πολυπτόητος timorous masc/fem acc sg πολυπτόητος timorous neut nom/voc/acc sg …
4πολυπτοίητε — πολυπτόητος timorous masc/fem voc sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem voc sg …
5πολυπτοίητος — πολυπτόητος timorous masc/fem nom sg (ionic) πολυπτοίητος timorous masc/fem nom sg …