πολυπραγμοσύνη
1πολυπραγμοσύνη — curiosity fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πολυπραγμοσύνῃ — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (attic epic ionic) …
3πολυπραγμοσύνη — η η ασχολία με πολλά ή με ξένες υποθέσεις: Η πολυπραγμοσύνη σου σε αποσπά από το κύριο έργο σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πολυπραγμοσύνη — η, ΝΜΑ [πολυπράγμων] 1. το να ασχολείται κανείς με πολλά πράγματα, το να είναι πολυάσχολος 2. το να ασχολείται κανείς με θέματα που δεν τόν αφορούν, το να επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. 1. η τάση τού να προσπαθεί κανείς να μάθει πολλά 2 …
5πολυπραγμοσύναι — πολυπραγμοσύνη curiosity fem nom/voc pl πολυπραγμοσύνᾱͅ , πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (doric aeolic) …
6πολυπραγμοσυνῶν — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen pl …
7πολυπραγμοσύναις — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat pl …
8πολυπραγμοσύνην — πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc sg (attic epic ionic) …
9πολυπραγμοσύνης — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (attic epic ionic) …
10πολυπραγμοσύνας — πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc pl πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (doric aeolic) …